υπεξανίσταμαι

υπεξανίσταμαι
Α [ἐξανίσταμαι]
1. εξεγείρομαι, εξορμώ («Πύρρος δὲ τούτοις ἅμα ὑπεξαναστὰς ἐπὶ Βέρροιαν ἤλαυνε», Πλούτ.)
2. (με δοτ.) σηκώνομαι ή παραμερίζω μπροστά σε κάποιον σε ένδειξη σεβασμού («ὑπεξαναοτῆναι πρεσβυτέρῳ», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὑπεξανέστη — ὑπεξανίσταμαι arise plup ind act 1st sg (ionic) ὑπεξανίσταμαι arise aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεξανέστης — ὑπεξανίσταμαι arise plup ind act 2nd sg (ionic) ὑπεξανίσταμαι arise aor ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεξανέστησαν — ὑπεξανίσταμαι arise aor ind act 3rd pl ὑπεξανίσταμαι arise aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεξαναστῆναι — ὑπεξανίσταμαι arise aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεξανισταμένη — ὑπεξανίσταμαι arise pres part mp fem nom/voc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεξανισταμένου — ὑπεξανίσταμαι arise pres part mp masc/neut gen sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεξανισταμένους — ὑπεξανίσταμαι arise pres part mp masc acc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεξανιστάμενος — ὑπεξανίσταμαι arise pres part mp masc nom sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεξανίστανται — ὑπεξανίσταμαι arise pres ind mp 3rd pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεξανίστασθαι — ὑπεξανίσταμαι arise pres inf mp (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”